φραγκίζω

φραγκίζω
Ν
(αμτβ.) συμπεριφέρομαι σαν Φράγκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φράγκος. Το ρ. μαρτυρείται από το 1796 στο Γερμανοαπλορρωμαϊκόν Λεξικόν τού Karl Weiger].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φραγκίζω — φράγκισα, ζω ως Φράγκος, συμπεριφέρομαι ως Ευρωπαίος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”